Με την κατάθεση της Ιωάννας Παλιοσπύρου, του θύματος της επίθεσης με βιτριόλι, συνεχίζεται η πολύκροτη δίκη στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας, αυτή τη φορά παρουσία της κατηγορουμένης για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση.
Εμφανώς ταραγμένη, αλλά και αποφασισμένη να ξεδιπλώσει όλο το κουβάρι των δραματικών γεγονότων, η κοπέλα ξεκίνησε την κατάθεσή της περιγράφοντας την ημέρα της επίθεσης:
«Σηκώθηκα για να πάω στη δουλειά μου και ήμουν στην είσοδο της πολυκατοικίας των γραφείων. Πάτησα το κουμπί του ασανσέρ και περίμενα να κατέβει. Κοιτούσα προς το κάτω περιμένοντας. Άκουσα κάποιους θορύβους. Δεν έδωσα σημασία. Σκέφτηκα ότι μπορεί να είναι η καθαρίστρια ή κάποιος άστεγος.
Καθώς περίμενα το ασανσέρ εμφανίστηκε μπροστά μου μια γυναίκα, σήκωσα το βλέμμα και με κοίταξε στα μάτια. Μου έριξε το βιτριόλι που εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβα τι ήταν και έφυγε τρέχοντας.
Θέλω να σας πω ότι λούστηκα με αυτό το υγρό, το ένιωσα παντού πάνω μου. Ήμουν παντού στο σώμα μου λουσμένη και κατευθείαν μου ήρθε η μυρωδιά.
Το πρώτο πράγμα ήταν να τρέξω για κάποια βοήθεια.
Στο φαρμακείο
Στη συνέχεια η κοπέλα περιγράφει τις πρώτες της κινήσεις μετά την παρολίγον φονική επίθεση:
«Θυμήθηκα ότι είχε φαρμακείο δίπλα και έτρεξα προς το φαρμακείο. Οι πόνοι ήταν φρικτοί, δεν έβλεπα καθόλου από το ένα μάτι. Μπήκα μέσα στο φαρμακείο ουρλιάζοντας. Οι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν τι έλεγα, πανικοβλήθηκαν. Τους έλεγα "δώστε μου λίγο νερό, πεθαίνω, βοήθεια", φώναζα. Πήγα στο νιπτήρα και μου έριχναν νερό. Τα μαλλιά μου πέφτανε μέσα στο νιπτήρα».
«Έπιανα το πρόσωπό μου και καταλάβαινα ότι καιγόμουν, έλιωνα».
Φώναζα για βοήθεια, οι άνθρωποι τρόμαζαν. Καταλάβαινα ότι εκείνη τη στιγμή κάτι χάνω. Κάλεσαν σε βοήθεια το 166. Μου είπανε να βγάλω τα ρούχα μου γιατί λιώνανε πάνω μου. Εγώ το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να μη χάσω τις αισθήσεις μου. Γιατί καταλάβαινα ότι μόνο εγώ μπορούσα να να σώσω τον εαυτό μου. Φώναζα,
'Θεέ μου βοήθησε με γιατί μόνο εσύ μπορείς'».
Οι πρώτες ώρες στο νοσοκομείο
Στη συνέχεια, η Ιωάννα περιέγραψε τις πρώτες της αναμνήσεις από το νοσοκομείο: «Θυμάμαι απλά να με βρέχουνε να ουρλιάζω, να πονάω, να ξανακοιμάμαι, να ξαναξυπνάω, μου έκαναν τομές στο μάτι μου και στο αυτί. Αυτά, δεν θυμάμαι παραπάνω. Προσπαθούσα απλά να αντέχω για να μην πονάω. Την επόμενη μέρα με ενημέρωσαν ότι θα διακομιστώ στο 'Θριάσιο'.
«Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη διακομιδή μου, επειδή δεν μπορούσα να δω, μπορούσα μόνο να ακούω, θυμάμαι την ώρα που περνούσαν τα φορεία στους διαδρόμους. Μια κυρία αναφώνησε 'θεέ μου' και κατάλαβα ότι το είπε για μένα ότι η κατάσταση δεν είναι καλή» συνεχίζει τη συγκλονιστική της κατάθεση κλαίγοντας.
«Κατάλαβα ότι έχω σοβαρά εγκαύματα και απλά παρακαλούσα να επιβιώσω. Μέσα στο νοσοκομείο ήταν η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής μου, έκανα επτά χειρουργεία. Θυμάμαι ότι δεν άντεχα το φως γιατί τα μάτια μου ήταν τραυματισμένα, ακόμα και το φως του δωματίου ήταν επίπονο».
«Δεν πίστευα ότι κάποιος μπορεί να κάνει τέτοιο κακό»
Συνεχίζοντας την εξιστόρηση των τραυματικών γεγονότων, η Ιωάννα παρά την προσπάθειά της να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία της, ξεσπά συχνά σε κλάματα. Ωστόσο είναι εκεί. Καταθέτει με αξιοπρέπεια και με κάθε λεπτομέρεια:
«Για όσο διάστημα ήμουν στο νοσοκομείο έλεγα στους αστυνομικούς ότι δεν έχω πειράξει κανένα. Προσπαθούσα να τους βοηθήσω αλλά δεν μπορούσα. Δεν πίστευα ότι κάποιος μπορεί να κάνει τέτοιο κακό.
Κάποια στιγμή λοιπόν μου είπαν ότι είχαν καταλήξει ποιος έκανε την επίθεση. Μου μιλούσαν για τη κατηγορούμενη και μου έλεγαν ότι εκείνη μου επιτέθηκε. Μαζί με αυτούς προσπαθούσα κι εγώ να καταλάβω και να τους βοηθήσω. Αν ισχύει, τους έλεγα, αυτό που μου λέτε, ότι με παρακολουθεί εδώ και 1,5 χρόνο, άρα ξέρει ότι δεν έχω καμία σχέση με αυτόν τον σύντροφο που είχε'. Δεν μπορούσαν να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα. Δεν ήξερα αν ισχύουν όλα αυτά, γιατί το έκανε αυτή, τι μου έχει συμβεί, δεν καταλάβαινα και δεν μπορούσαν να μου απαντήσουν.
Μετά την προφυλάκισή της προσπάθησα να εστιάσω στις δυνάμεις μου για να μπορέσω να βγω από το νοσοκομείο και να βγάλω σε πέρας τα χειρουργεία που έπρεπε. Στα μισά των χειρουργείων ο οργανισμός μου δεν άντεξε. Ανέβαζα πυρετό, είχα πάθει λοίμωξη. Οι γιατροί μου είπαν ότι κινδύνευε η ζωή μου. Κόλλησα και δεύτερη λοίμωξη στο μάτι και κινδύνεψα για δεύτερη φορά να το χάσω. Κάποια στιγμή με τη βοήθεια των γιατρών τα ξεπεράσαμε. Ήρθε η στιγμή που μου ανακοίνωσαν ότι θα πάρω εξιτήριο. Μου είπαν ότι επούλωσαν τα τραύματα που είχα, ότι ξεκινάει ένας μαραθώνιος και ότι χρειάζονται πολλά χειρουργεία για να είμαι λειτουργική, να κουνάω τα χέρια μου, το λαιμό μου. Μου λέγανε ότι είναι ένας μαραθώνιος με διάρκεια».
«Η κατηγορουμένη ήθελε να με σκοτώσει και δεν σταμάτησε ούτε μετά»
Μετά το εξιτήριο από το νοσοκομείο, αρχίζει ο Γολγοθάς της Ιωάννας στο σπίτι: «Αφού επέστρεψα στο σπίτι μου η έρευνα συνεχιζόταν. Κάποια στιγμή οι αστυνομικοί με ενημέρωσαν για κάποια στοιχεία που βρίσκονταν στο υπολογιστή της και με ρώτησαν αν γνωρίζω κάτι.
Είμαστε από διπλανά χωριά αλλά ποτέ δεν κάναμε παρέα με την κατηγορούμενη, γνωριστήκαμε εδώ στην Αθήνα. Βρεθήκαμε σε κάποιες γιορτές, γενέθλια στο σπίτι συγγενών μου και ανταλλάζαμε κάποιες κουβέντες. Μου είπανε για κάποιες κουβέντες που είχαν γίνει μεταξύ της ξαδέλφης μου και της κατηγορουμένης μετά την επίθεση.
Οι αστυνομικοί με ρώτησαν αν γνωρίζω κάτι. Μου ζητήθηκε αν μπορώ να μάθω τι είχε ειπωθεί μεταξύ τους. Κάλεσα τη ξαδέλφη μου στο τηλέφωνο και την ρώτησα τι έχουν πει. Τη ρώτησα αν ισχύει και τι ακριβώς είχε ειπωθεί. Μου είπε ότι ισχύει ότι υπήρχε επικοινωνία μεταξύ τους, ότι δεν μου είπε για να μη με φέρει σε δύσκολη θέση. Μου είπε μεταξύ των συζητήσεων ότι είχαν μιλήσει και για μένα, όπως όλοι φίλοι και γνωστοί μιλούσαν για μένα.
Τη ρωτούσε η κατηγορουμένη πώς είμαι, αν με είδε και πώς ήταν τα μέτρα στο νοσοκομείο λόγω Covid. Εκείνη της είπε ότι δεν μπορούσε να μπει στο νοσοκομείο και ότι είχε δει μόνο τη μητέρα μου στο προαύλιο. Επίσης μου ανέφερε ένα συγκεκριμένο περιστατικό που της είχε κάνει εντύπωση. Η κατηγορούμενη, όπως της είπε, έκανε ένα σχόλιο πολύ προσβλητικό για μένα. Της είπε η Έφη, "ok, αν δεν μπορεί να δουλέψει θα πάρει την αποζημίωση και θα ζήσει. Δεν έγινε κάτι". Αυτό θύμωσε τη ξαδέλφη μου.
Αυτό το περιστατικό σε συνδυασμό με τις αναζητήσεις που με ενημέρωσαν πως είχε κάνει μετά την επίθεση και με άλλα τουλάχιστον δύο περιστατικά που έλαβαν χώρα στο νοσοκομείο –η μητέρα μου μου είπε ότι κάποιοι ήλθαν στο νοσοκομείο να με δουν αλλά δεν τους επετράπη η είσοδος- όλα αυτά με έκαναν να πιστέψω ότι ήθελε πραγματικά να με σκοτώσει και δεν σταμάτησε ούτε και μετά.
Όλα αυτά αν τα συνδυάσει κανείς και σύμφωνα με το συμπέρασμα των αστυνομικών ήταν να με σκοτώσει. Έμαθα εκ τω υστέρων ότι έγιναν άλλες τρεις απόπειρες. Άλλες δυο έξω από το σπίτι μου, την είδαν οι γείτονες να κουβαλάει κάτι ύποπτο πάνω της. Σύμφωνα με τα στοιχεία είχε γίνει μια ακόμη απόπειρα τη προηγούμενη ημέρα, η οποία απλά απετράπη διότι δεν με πρόλαβε. Δεν κατάφερε να με σκοτώσει. Επίσης, θέλω να επισημάνω ότι, πάλι σύμφωνα με την αστυνομική έρευνα, με τρομάζει ότι είχε μια συμπεριφορά ανθρώπου – είχε αναστατωθεί όλος ο κόσμος για το ποιος το έκανε – και αυτή βγαίνει και διασκεδάζει και χορεύει πάνω στα τραπέζια. Αντί να πει "τι πήγα και έκανα", ενθαρρύνεται ακόμη περισσότερο και αρχίζει και αναζητά τρόπους και όπλα. Βλέπουμε έναν άνθρωπο που δεν πτοείται, που γίνεται ακόμη χειρότερος. Αυτό είναι που με φοβίζει. Και δεν ξέρω ακόμη ούτε τα κίνητρα, ούτε ποιοι άλλοι γνώριζαν, γιατί υπάρχουν και άλλοι. Σίγουρα ξέρω ότι δεν έχει μετανιώσει».
Η Ιωάννα έφτασε στο δικαστήριο στις 9 το πρωί και λίγο μετά τις 09.30 η 36χρονη κατηγορούμενη μπήκε κι αυτή στη δικαστική αίθουσα με την Ιωάννα Παλιοσπύρου να έχει καρφωμένο το βλέμμα επάνω της.
Σημειώνεται πως λίγο πριν ξεκινήσει την κατάθεσή της για τις φρικαλέες στιγμές που έζησε, ο πρόεδρος της έδρας απευθυνόμενος στην Ιωάννα Παλιοσπύρου της είπε: «Αν αισθανθείτε δυσκολία, δυσφορία ενημερώστε με», ενώ τόσο οι συνήγοροι της Ιωάννας όσο και η μητέρα της την πλησίασαν και της είπαν:
«Μην νιώσεις άσχημα αν συγκινηθείς... είναι ανθρώπινο» της είπαν χαρακτηριστικά.