Ο ύπνος καταλαμβάνει σημαντικό μέρος της ζωής των ανθρώπων. Οι αιτίες που γέννησαν την ανάγκη για ύπνο και ο τρόπος που ο ύπνος ενσωματώθηκε στον βιολογικό κύκλο αποτελούν ένα από τα μεγάλα μυστήρια της εξέλιξης. Στην ελληνική μυθολογία, η Νύχτα γέννησε τον Ύπνο, ο οποίος ήταν πατέρας του Μορφέα, θεού των ονείρων. Ο ύπνος και τα όνειρα θεωρούνταν μορφή επικοινωνίας με τους θεούς. Για την επιστήμη όμως, η ερμηνεία του φαινομένου του ύπνου παραμένει ακόμα ασαφής, παρά το γεγονός ότι πολλές από τις θεωρίες που έχουν διατυπωθεί συμπίπτουν ως προς την ύπαρξη ενδογενών χρονοβιολογικών ρυθμών.
Σύμφωνα με τη δαρβινική θεωρία, ο ύπνος αποτελεί προϊόν της φυσικής επιλογής. Τη συνήθεια του ύπνου τη συναντάμε σε πολλά ζώα, και σχεδόν σε όλα τα σπονδυλωτά. Σε ορισμένα ζώα που δείχνουν να μην κοιμούνται ποτέ, όπως το δελφίνι, αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι ο μισός μόνο εγκέφαλος είναι σε εγρήγορση ενώ ο άλλος μισός κοιμάται -προφανώς για να μπορεί το δελφίνι να αναπνέει κολυμπώντας συνέχεια κοντά στην επιφάνεια. Η διάδοση της συνήθειας του ύπνου κατά τη μακρά πορεία της εξέλιξης οφείλεται ίσως σε δύο βασικούς λόγους.
Είναι πολύ πιθανό οι οργανισμοί που αποσύρονταν το βράδυ αφενός να διέτρεχαν λιγότερους κινδύνους και αφετέρου να αξιοποιούσαν καλύτερα τις ευκαιρίες της ημέρας, γεγονός που βοηθούσε στην επιβίωσή τους. Επίσης, είναι πιθανό η φυσική επιλογή τους να ενισχύθηκε και από τη μεγαλύτερη έξαρση ορισμένων βιολογικών διεργασιών κατά τη διάρκεια του ύπνου. Έχει διαπιστωθεί από πρόσφατες μελέτες ότι κατά τη διάρκεια του ύπνου υπάρχει μεγαλύτερη παραγωγή πρωτεϊνών, νευροδιαβαστών, καθώς και ορισμένων ορμονών. Επιπλέον, η διαίρεση και ο πολλαπλασιασμός των κυττάρων όλων των ιστών είναι ταχύτεροι.
Σε ό,τι αφορά τη σημασία του ύπνου, δεν υπάρχει πλέον καμιά αμφιβολία ότι ο σωστός ύπνος είναι απαραίτητη προϋπόθεση της καλής υγείας. Η σωματική, ψυχική και κοινωνική ευεξία, αλλά και η προστασία από ορισμένα νοσήματα και από ατυχήματα, εξαρτάται από την ποιότητα και την ποσότητα του ύπνου.
Ο νυχτερινός ύπνος δεν πρέπει να είναι λιγότερος από 6 ώρες και περισσότερος από 9 ώρες. Όσο για την ποιότητα του ύπνου, που είναι συνάρτηση του χρόνου επέλευσης και της αναπαυστικής του επίδρασης, αυτή εξαρτάται από την έλλειψη θορύβων, την κατάλληλη θερμοκρασία, τα ελαφρά γεύματα, τη φυσική άσκηση. Επίσης, ρυθμιστικά στην ομαλή λειτουργία του ύπνου δρουν η άνεση και η σταθερότητα του χώρου κατάκλισης, καθώς και η τήρηση τακτικού ωραρίου.
Οι διαταραχές του ύπνου διακρίνονται σε δυσυπνίες και παραϋπνίες. Οι δυσυπνίες σχετίζονται με τη διάρκεια, την ποιότητα και τη χρονική επέλευση του ύπνου. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι αϋπνίες, οι υπερυπνίες (υπερυπνία, υπνική άπνοια, ναρκοληψία) και η διαταραχή του κύκλου ύπνου-εγρήγορσης.
Στις αϋπνίες περιλαμβάνονται οι διαταραχές του ύπνου που σχετίζονται με την έλευση και τη διατήρηση του ύπνου. Συνήθως πρόκειται είτε για δυσκολίες στην έλευση του ύπνου, είτε για ξύπνημα κατά τη διάρκεια του ύπνου, είτε για πρώιμο πρωινό ξύπνημα. Οι αϋπνίες είναι σπάνιες κατά την παιδική ηλικία, ενώ αυξάνουν συνεχώς με την πάροδο των ετών, προκαλώντας προβλήματα στην πλειοψηφία των ηλικιωμένων ατόμων. Έρευνες στον γενικό πληθυσμό διαφόρων χωρών αναφέρουν ποσοστά αϋπνίας 10%-40%. Σε διεθνή έρευνα του ΠΟΥ διαπιστώθηκε ότι το 27% του ενήλικου πληθυσμού έπασχε από αϋπνίες, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις ΗΠΑ έχει υπολογιστεί σε 36%. Έχει επίσης διαπιστωθεί ότι οι αϋπνίες, όπως και γενικότερα οι δυσυπνίες, είναι περισσότερες στους άνδρες απ΄ ό,τι στις γυναίκες.
Οι αιτίες της αϋπνίας είναι πολλές. Οι κυριότερες από αυτές σχετίζονται με υποβαθμισμένες συνθήκες ύπνου, με χρόνια νοσήματα (κυρίως καρδιοαναπνευστικά και νευρολογικά), με πόνους, με αναπηρίες, καθώς και με ψυχικές διαταραχές, όπως είναι η κατάθλιψη, το άγχος και η σχιζοφρένεια. Οι αϋπνίες, που αποτελούν και ένα από τα κύρια συμπτώματα της κατάθλιψης, εκδηλώνονται με καθυστέρηση επέλευσης του ύπνου, με συχνές διακοπές, και με πρώιμη αφύπνιση.
Συμπεριφερολογικοί παράγοντες, δυσρυθμίες του 24ωρου κιρκάδιου κύκλου και πρωτογενείς διαταραχές ύπνου μπορούν επίσης να προκαλέσουν αϋπνίες.
Οι επιπτώσεις της αϋπνίας αφορούν προβλήματα που προκαλούνται από την επακόλουθη κούραση, καθώς και ψυχικές διαταραχές. Άτομα με χρόνια αϋπνία αναφέρουν δυόμισι φορές περισσότερα τροχαία ατυχήματα, καθώς και δυσκολίες στην εκτέλεση καθημερινών καθηκόντων, ή δυσκολίες συγκέντρωσης και εξασθένηση της μνήμης. Σε ό,τι αφορά τη ψυχική υγεία, εκτός από τη μείωση της ευεξίας, παρουσιάζονται ψυχικές διαταραχές (κατάθλιψη, άγχος, αλκοολισμός, κ.ά.) σε ποσοστό 51% περίπου. Επίσης, τα άτομα αυτά παρουσιάζουν συχνότερες απουσίες από την εργασία τους και μεγαλύτερη κατανάλωση ιατρικών υπηρεσιών.
Σε πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου του Σικάγου, διαπιστώθηκε ότι η χρόνια έλλειψη ύπνου μειώνει την ικανότητα ακόμα και των νέων να εκτελέσουν βασικές οργανικές λειτουργίες, όπως ο μεταβολισμός και η ρύθμιση της έκκρισης ορισμένων ορμονών. Οι διαταραχές αυτές είναι πολύ πιθανόν να επιταχύνουν τη διαδικασία του γήρατος και να αυξάνουν την επίπτωση χρονίων νοσημάτων όπως είναι η υπέρταση και ο σακχαρώδης διαβήτης. Σύμφωνα με τη μελέτη, τις ημέρες κατά τις οποίες ο ύπνος δεν ήταν επαρκής, τα επίπεδα γλυκόζης και κορτιζόλης στο αίμα ήταν υψηλότερα, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο εκδήλωσης σακχαρώδη διαβήτη και συνακόλουθα και καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Ως υπερυπνίες χαρακτηρίζονται οι καταστάσεις υπερβολικής υπνηλίας, οι υπνικές προσβολές κατά τη διάρκεια της ημέρας και η παρατεταμένη μετάβαση από τον ύπνο στην εγρήγορση (υπνική μέθη). Οι υπερυπνίες είναι συνήθως αποτέλεσμα συναισθηματικών διαταραχών. Οι καταστάσεις υπνηλίας συναντώνται πιο συχνά στα παιδιά και στους ηλικιωμένους, καθώς και στους ενήλικες που στερούνται τον αναγκαίο ύπνο. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν και ορισμένες συνθήκες που προάγουν την υπνηλία, όπως βαρύ γεύμα, ζεστό δωμάτιο, μονότονη οδήγηση. Σε ό,τι αφορά τη διατροφή, την πιο ισχυρή επίδραση ασκούν γεύματα πλούσια σε υδατάνθρακες και φτωχά σε πρωτεΐνες -πιθανότατα επειδή επιδρούν στην παραγωγή ορισμένων βασικών νευροδιαβιβαστών που επηρεάζουν τον ύπνο, όπως η σεροτονίνη. Η υπνηλία συνδέεται επίσης με ορισμένες περιπτώσεις παθοφυσιολογικών διαταραχών που επηρεάζουν τον νυχτερινό ύπνο, καθώς και με τη λήψη ουσιών που καταστέλλουν το κεντρικό νευρικό σύστημα (υπνωτικά, οινόπνευμα, αγχολυτικά, κ.ά.).
Η έντονη υπνηλία μπορεί να προκαλέσει παροδικές διαταραχές στην αντίληψη. Σε αυτές περιλαμβάνονται επισόδεια διπλωπίας, ψευδαισθήσεις, καθώς και ονειρική δραστηριότητα που ορισμένες φορές μπορεί να οδηγήσει σε φαντασιώσεις. Μάλιστα, όσο μεγαλύτερη είναι η υπνηλία, τόσο μεγαλύτερο ρόλο παίζει το περιβάλλον στη διατήρηση της επιθυμητής εγρήγορσης.
Στις παραϋπνίες υπάγονται οι υπνοβασίες, οπότε συνδυάζονται φαινόμενα ύπνου και εγρήγορσης, οι υπνικοί ή νυχτερινοί τρόμοι, που εκδηλώνονται με πανικό, κραυγές και έντονη κινητικότητα, οι εφιάλτες, που είναι απειλητικές και αγχώδεις ονειρικές εμπειρίες, και η ενούρηση, που εμφανίζεται συνήθως στα παιδιά. Στις περιπτώσεις αυτές μια ανεπιθύμητη φυσική δραστηριότητα παρεμβάλλεται κατά τη διαδικασία του ύπνου και παράγει μερική μόνο εγρήγορση.
Εκτός από τον νυχτερινό ύπνο, η ανθρώπινη υγεία επηρεάζεται και από τη συνήθεια του ύπνου κατά τη διάρκεια της ημέρας. Συνήθως μικρής διάρκειας, ο ύπνος αυτός συνηθίζεται κυρίως κατά τις μεσημβρινές ώρες, 12 περίπου ώρες μετά το ναδίρ της φυσιολογικής εγρήγορσης. Ο μεσημεριανός ύπνος, γνωστός και ως σιέστα, συνηθίζεται στις χώρες κοντά στον Ισημερινό λόγω κλίματος. Επίσης παρατηρείται όταν υπάρχει έλλειμμα νυχτερινού ύπνου, όπως σε πολιτισμούς και κοινωνίες όπου το δείπνο λαμβάνεται αργά το βράδυ, η νυχτερινή κατάκλιση δεν πραγματοποιείται πριν από τα μεσάνυχτα, ενώ η έγερση γίνεται νωρίς το πρωί. Επίσης, ο ύπνος κατά τη διάρκεια της ημέρας παρατηρείται σε εργαζόμενους που δουλεύουν σε εναλλασσόμενες βάρδιες, σε όσους παρουσιάζουν διαταραχές υπερυπνίας, καθώς και στα ηλικιωμένα άτομα.
Ο σύντομος ύπνος κατά τη διάρκεια της ημέρας, και ειδικότερα η σιέστα, έχει συσχετιστεί με καλύτερα επίπεδα υγείας. Έρευνα που έχει γίνει στη χώρα μας, από τον καθηγητή κ. Κ. Σολδάτο και τους συνεργάτες του, διαπίστωσε μείωση της επίπτωσης της ισχαιμικής νόσου του μυοκαρδίου κατά 30% στα άτομα που συνήθιζαν να κοιμούνται το μεσημέρι. Είναι επίσης φανερό ότι ο μεσημεριανός ύπνος δρα θετικά στη μείωση των προβλημάτων που προκαλούνται από την έλλειψη του νυχτερινού ύπνου. Ωστόσο, σε ορισμένα άτομα η συνήθεια αυτή μπορεί να έχει αρνητικές επιδράσεις,
προκαλώντας δυσκολίες στον νυχτερινό ύπνο, καθώς και βαρυθυμία και καθυστερημένη εγρήγορση κατά την απογευματινή αφύπνιση.
Πηγή: www.tenasynseola.gr