Λίγα λόγια για το βιβλίο, ένα ιστορικό Μυθιστόρημα
Άρτα 1854-1875. Ένα Ελληνόπουλο και ένα Τουρκόπουλο, ο Λιόντος και ο Nετζίπ, γεννιούνται την ίδια νύχτα. Η φιλία τους ξεκινά απ' την παιδική ηλικία και όσο μεγαλώνουν τόσο στεριώνει.
Κινούνται ανάμεσα σε δυο διαφορετικούς κόσμους, των χριστιανών και των μουσουλμάνων, όμως εκείνοι χαράζουν τον δικό τους δρόμο. Με φύλακα άγγελό τους τον σοφό Παππού Ισμαήλ, βαδίζουν στην απρόβλεπτη και περιπετειώδη ζωή τους.
Στην πορεία τους περιπλέκονται η ανεξιχνίαστη δολοφονία του πατέρα του Λιόντου, ο φανατικός Ντογάν, το αλληλοδιδακτικό σχολείο, οι φάρσες προς τον ορκισμένο εχθρό τους τον Φάσγανο, οι δυο μάνες, οι δίδυμοι Εβραίοι Γιοσέφ και Μεναχέμ, ο πετροπόλεμος.
Το κλάμα και το γέλιο, το καλό και το κακό, η ομορφιά και η ασχήμια, η ελπίδα και το όνειρο, όλα έχουν θέση στο Ιμαρέτ του Θεού.
Σημείωση από τη σελίδα 7 του βιβλίου:
"Τα ιμαρέτ επί οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν φιλανθρωπικά ιδρύματα, μέσα ή έξω από τις πόλεις, που προσέφεραν δωρεάν τροφή και διαμονή σε ταξιδιώτες, ενώ λειτουργούσαν και ως ορφανοτροφεία και πτωχοκομεία. Τα πιο πλούσια παρείχαν και τροφή για τα ζώα των ταξιδιωτών.
Απόσπασμα. Σελίδα 11, 12, 13...
Τη νύχτα της 11ης Απριλίου 1854
Είχε κάμποση ώρα που νύχτωσε. Το ρολόι του κάστρου χτύπησε δύο φορές, μια και οι Τούρκοι χώριζαν το εικοσιτετράωρο σε δώδεκα ώρες μέρας και σε δώδεκα ώρες νύχτας. Ήταν, δηλαδή, η δεύτερη ώρα της νύχτας. Ο ήχος της καμπάνας του ρολογιού έφτασε σαν γλυκό άκουσμα στ’ αυτιά του Λιόντου Θερσίτη. Έπειτα από το κοπιαστικό ταξίδι του, πλησίαζε πια στην πόλη του, την Άρτα. Ίππευε τη φοράδα του και πήγαινε με τροχασμό στον δρόμο της πεδιάδας. Από ψηλά φώτιζε το φεγγάρι, και σε μία ώρα υπολόγιζε ότι θα έφτανε στο σπίτι του. Προχωρούσε, δείχνοντας φοβισμένος, και παρατηρούσε συνέχεια τριγύρω του. Ξαφνικά κάτι έτριξε ανάμεσα στα δέντρα, κι η φοράδα του τίναξε το κεφάλι της. Ο Λιόντος Θερσίτης στριφογύρισε αριστερά δεξιά και στα τρομαγμένα του μάτια οι σκιές των δέντρων έπαιρναν σχήματα ανθρώπων. Σαν να είχαν χέρια και να κρατούσαν σπαθιά και γιαταγάνια.
Ήταν ανήσυχος ο Λιόντος Θερσίτης γιατί είχαν επαναστατήσει οι Έλληνες εναντίον των Τούρκων, γί- νονταν συχνά μάχες και σε διάφορα σημεία υπήρχαν φυλάκια και περίπολα στρατιωτών. Πολλοί μάλιστα από τους επαναστάτες στρατοπέδευαν εκεί κοντά, στο χωριό Πέτα. Όμως ήταν ανήσυχος και για άλλο λόγο. Φεύγοντας από το μοναστήρι της Παναγίας των Μελατών, το οποίο είχε επισκεφτεί νωρίτερα, τον περικύκλωσε ένα κοπάδι άγριων σκυλιών μέσα στο δά- σος. Γάβγιζαν ολόγυρά του, και για να ξεφύγει τους πέταξε όσα δώρα τού είχε δώσει ο ηγούμενος του μονα- στηριού· τυριά, ψωμί, αυγά, καπνιστό κρέας, λουκάνικα. Ρίχτηκαν τα σκυλιά στα τρόφιμα κι απομακρύνθ κε καλπάζοντας. Όμως φοβόταν μην ξαναβγούν στον δρόμο του. Πλέον είχε φτάσει κοντά στο Πέτα, όπου στρατοπέδευαν οι Έλληνες επαναστάτες, ενώ άλλοι είχαν κυ- κλώσει την πόλη της Άρτας από νότο και βορρά. Είχε κηρυχτεί η επανάσταση στις αρχές του χρόνου και πολλοί πίστευαν ότι έφτασε ο καιρός να ελευθερωθεί η Άρτα κι ολόκληρη η Ήπειρος. Πριν από τετρακόσια πέντε χρόνια σκλαβώθηκε η Άρτα, το 1449, η οποία ήταν κτισμένη πάνω στα ερείπια της αρχαίας ελληνικής πόλης Αμβρακία. Πάνω από την πόλη που κάποτε βασιλιάς της ήταν ο Πύρρος. Την ιστορία της Άρτας σκεφτόταν ο Λιόντος Θερσίτης καθώς προχωρούσε καβάλα στη φοράδα του. Όμως, πιο πολύ νοιαζόταν για την ετοιμόγεννη γυναίκα του. Η Αγνή, όπως ήταν το όνομά της, είχε μείνει έγκυος άλλες δύο φορές, όμως αρρώστησε και δεν κατάφερε να γεννήσει. Γι’ αυτό ο άντρας της ταξίδεψε στο μοναστήρι των Μελατών, να παρακαλέσει την Πανα- γία να γεννηθεί γερό το παιδί που περίμεναν. Προσκύνησε και πια βιαζόταν να επιστρέψει όσο γρηγορότερα μπορούσε. Υποσχέθηκε μάλιστα στην Παναγία να επισκέπτεται το μοναστήρι κάθε 8 Σεπτέμβρη, όταν γιορτάζονται τα γενέθλια της Θεοτόκου, και να παίρνει μαζί του το παιδί που θα γεννιόταν. «Θα γεννηθεί γερό!» μονολόγησε με πίστη..."
"Ένα πολύ ωραίο βιβλίο...άλλα λόγια δεν χρειάζονται",
Ειρήνη Κ.